κλήρωμα

κλήρωμα
κλήρωμα, τὸ (AM) [κληρώ]
μσν.
αυτό που έχει απονεμηθεί σε κάποιον με κλήρο, το δώρημα
αρχ.
πεπρωμένο, μοίρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”